απόπτυση

απόπτυση
η
αποβολή πτυέλων, φτύσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποπτύσῃ — ἀποπτύω spit out aor subj mid 2nd sg ἀποπτύω spit out aor subj act 3rd sg ἀποπτύω spit out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαναπτύω — ἐξαναπτύω (Μ) φτύνω κάτι που κατάπια, βγάζω πάλι έξω με απόπτυση …   Dictionary of Greek

  • επαναχρεμπτήριος — ἐπαναχρεμπτήριος, ον (Α) αυτός που προκαλεί επανάχρεμψη, απόπτυση, αποβολή φλεγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρέμπτομαι «βήχω και βγάζω φλέγματα» + κατάλ. ήριος] …   Dictionary of Greek

  • πτύσις — εως, ἡ, Α [πτύω] απόπτυση, φτύσιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”